- Κάπρους
- Κάπροςboarmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάπρους — κάπρος boar masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναίρω — ἐναίρω και ἐνναίρω (Α) 1. φονεύω, σκοτώνω σε μάχη (α. «ἐκ τοῡ δὴ τόξοισι δεδεγμένος ἄνδρας ἐναίρω», Ομ. Ιλ.) β) «κάπρους τ ἔναιρε», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) φθείρω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξαφανίζω … Dictionary of Greek
θωρακίζω — (ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ] οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα νεοελλ. 1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο») 2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια… … Dictionary of Greek
καπροφάγος — καπροφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει κάπρους, αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] … Dictionary of Greek
πόρκος — (I) ὁ, Α είδος αλιευτικού διχτιού («κύρτους δὴ καὶ δίκτυα καὶ βρόχους καὶ πόρκους», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος διακρίνεται από τις λ. δίκτυον και κύρτος. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το αρμενικό ors «κυνήγι,… … Dictionary of Greek